-
1 θαμής
(θαμής, ές, oder nach Apollon. in B. A. 563 ϑαμύς), nur im plur. ϑαμέες, ϑαμέσι, ϑαμέας, = dem Folgdn, häufig, dicht gedrängt, ϑαμέες γὰρ ἄκοντες ἀντίοι ἀΐσσουσι, Il. 17, 661 u. öfter; πυκνοὺς καὶ ϑαμέας Od. 14, 12; ἴκρια δὲ στήσας, ἀραρὼν ϑαμέσι σταμίνεσσιν 5, 252; einzeln bei Sp., wie Agathocl. bei Ath. XV, 649 f. – Adv. ϑαμέως, Hippocr.
-
2 ἄκων
ἄκων, οντος, ὁ (ἀκή), Wurfspieß, Hom. oft, nirgends nom. sing., ὀξὺν ἄ. Iliad. 10, 335, ἄ. ἐύξεστοι Od. 14, 225; ἄκοντες ἀντίοι ἀίσσουσι Iliad. 17, 661, βάλε ἄκοντι Iliad. 20, 413, ἔβλητο ἄκοντι Iliad. 12, 306, ἅλιον πηδῆσαι ἄκοντα Iliad. 14, 455; ἰὼν ἐς δοῦπον ἀκόντων Iliad. 11, 364, ὀιστῶν τε ῥοῖζον καὶ δοῠπον ἀκόντων 16, 361, οὐδ' ἄρα τοί γε τόξων ἀικὰς ἀμφὶς μένον οὐδέ τ' ἀκόντων Iliad. 15, 709; ἕρκος ἀκόντων, Schutz gegen die Wurfspieße, Iliad. 4, 137; ἐπιστάμενος ἄκοντι verstehe βάλλειν, kundig des Speerwerfens, Iliad. 15, 282; ὀξὺν ἄκοντα κυνῶν ἀλκτῆρα καὶ ἀνδρῶν Od. 14, 531; – ϑοός Pind. N. 10, 69, χαλκοπάρᾳος 7, 71, βραχυσίδαρος 3, 43, χάλκεος p. 9, 20; auch sp. D. Von Tragg. nur Eur. Phoen. 1402 Rhes. 370.